-
1 цех
το τμήμα (του εργοστασίου)το συνεργείοвагоноремонтный - το συνεργείο επισκευής βαγονιών/οχημάτων- вулканизации το συνεργείο αναγόμωσης, επισκευής ή αντικατάστασης φθαρμένων ελαστικών, разг. το βουλκανιζατέρзакроечный - κοπτικής/κοπήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > цех
-
2 котельный
επ.του λέβητα•котельный цех τμήμα κατασκευής λεβήτων.
ουσ. -ая λεβητοστάσιο.
См. также в других словарях:
λεβητοποιία — η 1. η τέχνη τής κατασκευής λεβήτων, κυρίως ατμολεβήτων 2. βιομηχανία λεβήτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στη Συνέλευση μετόχων ελληνικής ατμοπλοΐας] … Dictionary of Greek
λεβητοποιείο — το εργοστάσιο κατασκευής λεβήτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., στον λόγιο τ. λεβητοποιείον, μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
αγωγιμότητα — Η ιδιότητα ορισμένων σωμάτων να μεταφέρουντον ηλεκτρισμό ή τη θέρμανση.ειδική. α.Το αντίστροφο της ειδικής αντίστασης. Αναφέρεται στο υλικό από το οποίο είναι κατασκευασμένος ένας αγωγός και μετριέται σε μονάδες Ω 1 · mm 2 · m ή S · mm 2 · m,… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Εθνικό Αρχαιολογικό (Αθηνών) — Το κτίριο της οδού Πατησίων 44 που στεγάζει το μεγαλύτερο μουσείο της χώρας άρχισε να χτίζεται το 1866, υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Παναγή Κάλκου, σε σχέδια του Ludwig Lange. Η αποπεράτωση της πρώτης οικοδομικής φάσης, με ορισμένες… … Dictionary of Greek